- πλοκάς
- -άδος, ἡ, Απλόκαμος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πλόκος + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. λιθ-άς, μοσχ-άς)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πλοκάς — fem nom sg πλοκά̱ς , πλοκή twining fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλοκά — πλοκάς fem voc sg πλοκά̱ , πλοκή twining fem nom/voc/acc dual πλοκά̱ , πλοκή twining fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλοκάδας — πλοκάς fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλοκάδες — πλοκάς fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
плетение — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (греч. πλοκή) плетение; плетения словес (πλοκαὶ τῶν λίγων)… … Словарь церковнославянского языка
плетениѥ — ПЛЕТЕНИ|Ѥ (9), ˫А с. 1.Действие по гл. плести: того ради вс˫ако хꙊдожьство имъ. вънѹтрь ѹчимо бѣ… тъкальчьскоѥ же и камѣньно сѣчениѥ. и ѥлико плетѣниѥмь има(т) дѣло. (διὰ σειρᾶς) ЖФСт к. XII, 100 об.; что створю ˫ако скорбьлю рукодѣль˫а ради.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
πλοκή — η, ΝΑ 1. πλέξιμο 2. μτφ. τρόπος με τον οποίο διαρθρώνονται και συνδέονται γεγονότα και επεισόδια λογοτεχνικού κειμένου, τραγωδίας ή δράματος, το δέσιμο τού μύθου, η εξέλιξη τής δράσης νεοελλ. (βυζ. μουσ.) κανόνας μελοποιίας που συνίσταται στην… … Dictionary of Greek